Πάνω, λοιπόν, που το ξαδερφάκι μας κατάφερε κι έβαλε δυο φράγκα στην άκρη, δυο ευρώπουλα για να το πω σωστά, μας κάλεσε η μάνα του και μας έκανε το τραπέζι. Πήγαμε, τι να κάνουμε, δεν βρίσκεις πάντα σπιτικό φαγητό της προκοπής στις μέρες μας. Πήγαμε και το ξαδερφάκι μάς εξήγησε πώς να σου μένουνε λεφτά στην αρχή του μήνα, ξέρετε, πριν αρχίσεις να πληρώνεις τους λογαριασμούς, τις δόσεις και τους τόκους.
“Κάθε πρώτη του μήνα, έχω πάντα φράγκα στην άκρη”, μας είπε το ξαδερφάκι με μάτια που έλαμπαν ενώ η θεία το καμάρωνε. Εμείς αποφύγαμε διακριτικά να το ρωτήσουμε τι έχει η άκρη όταν ο μήνας έχει εννιά, αποδεικνύοντας στην πράξη τον έμφυτο σεβασμό για τον οποίο τόσο καλό όνομα απολαμβάνουμε στο σόι.
Κι αφού το ξαδερφάκι μας είπε το ίδιο πράγμα εκατό φορές αλλάζοντας κάθε φορά λίγο τις λέξεις , αρχίσαμε να το ξανασκεφτόμαστε αν οι -θεσπέσιοι, όντως- λαχανοντολμάδες άξιζαν την έκθεση σε μια τέτοια λούπα, ώσπου η θεία άνοιξε κι αυτή το στόμα της και είπε:
“Ναι, τώρα που το ξαδερφάκι σας τα κατάφερε και κάθε πρώτη του μήνα έχει πάντα φράγκα την άκρη, του ξανάδωσα κι εγώ εκείνη την πιστωτική κάρτα που του την έκρυβα τότε που δεν του έμενε φράγκο ούτε μια μέρα τον μήνα, αν θυμάστε.”
Κι ενώ το ξαδερφάκι έβγαζε την γκόλντεν βίζα από το πορτοφόλι του για να μας τη δείξει, η γιαγιά μπήκε μέσα με το καροτσάκι της κι όλοι κάναμε από σεβασμό στην άκρη, ακόμη κι εκείνοι που ήταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού.
“Το ακούσατε εκείνο το μπαμ, το πρωί, παιδιά μου, το ακούσατε; Τι ήταν, μάθατε; Γερμανοί ή αντάρτες;”
“Μάνα, δεν σου είπα να πας να ξαπλώσεις;” είπε η θεία με το πιο γλυκό της ύφος και σηκώθηκε για να την οδηγήσει στο υπνοδωμάτιο.
“Άσε, θεία, θα την βάλουμε εμείς για ύπνο”, της είπαμε και το κάναμε όντως, βάλαμε την γιαγιά για ύπνο και της είπαμε μάλιστα κι ένα παραμυθάκι στα γρήγορα, λίγο πριν την ακούσουμε να ροχαλίζει στην αγκαλιά του Μορφέα.