Στην Ολλανδία, η 4η του Μάη έχει οριστεί ως ημέρα μνήμης αυτών που έχασαν την ζωή τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Φέτος, ο γνωστός Ολλανδός συγγραφέας Άρνον Γκρούνμπεργκ έδωσε μια διάλεξη στο Άμστερνταμ στα πλαίσια του εορτασμού, μπροστά σε άδειες καρέκλες αυτή τη φορά, λόγω των μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού. Ακολουθεί μια μετάφραση αυτής της ομιλίας.
Αναρωτιέμαι συχνά ποια είναι η χρησιμότητα των επετείων και συναθροίσεων όπως η σημερινή. Γιορτάζουμε διότι μας το επιβάλλει η παράδοση, ή διακυβεύονται περισσότερα;
Μια περασμένη Άνοιξη, σε μια διάλεξη για το έργο της Μάρχα Μίνκο και τον πόλεμο – δεν γνωρίζω αν είναι ο πόλεμος που με ακολουθεί ή το αντίθετο – επεσήμανα ότι οι εορτασμοί πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από ένα τελετουργικό, ότι θα έπρεπε να περικλείουν μια επιθυμία για γνώση, και γι’ αυτόν τον λόγο τα κλισέ είναι ο εχθρός των ουσιαστικών επετείων. Συνειδητοποίησα επίσης ότι ένας άλλος κοινός τόπος, ότι πλέον γνωρίζουμε καλά την ιστορία για τον πόλεμο και τους Εβραίους, ακούγεται όλο και πιο συχνά· μια υπεροπτική παραδοχή που πηγάζει από την σκέψη ότι η γνώση μας είναι τέλεια, ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε εαυτούς από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν.
Όταν λέμε ότι πλέον γνωρίζουμε το παρελθόν, είναι συνήθως επειδή αρνούμαστε να του δώσουμε τη δέουσα προσοχή. Και όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν του, δεν είναι καταδικασμένος τόσο να το επαναλάβει, όσο είναι καταδικασμένος να μην ξέρει ποιος είναι. Τίποτα δεν κάνει τους ανθρώπους να λαχταρούν μια αμετάκλητη ταυτότητα όσο η επίμονη υποψία ότι δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι. Και είναι συνήθως αυτή η ακλόνητη ταυτότητα του εαυτού σου, η άρνηση του να παίξεις μαζί της, που οδηγεί στη θεώρηση του άλλου ως κάτι παντελώς ξένο ή ως απόλυτο εχθρό.
Μετά το τέλος της διάλεξης για την Μίνκο με πλησίασε ένας ψυχοθεραπευτής και μου είπε ότι έχουμε ανάγκη τις ιεροτελεστίες και τα κλισέ ώστε να μην αρωσταίνουμε από τις επετείους, ότι πρέπει να κρατάμε το παρελθόν σε απόσταση για να μην μας ισοπεδώσει. Σίγουρα, αλλά αν δεν αρρωστήσουμε καθόλου από τον εικοστό αιώνα, φοβάμαι πως τίποτα δεν τιμούμε και τίποτα δεν έχουμε καταλάβει.
Το να μην αρρωσταίνεις θα μπορούσε να είναι ένα σύμπτωμα της αποστροφής του βλέμματος, της άρνησης.
Αν αρνηθούμε ότι οι ασθένειες του προηγούμενου αιώνα -του βιομηχανικού ολοκληρωτισμού, του αντισημιτισμού που εξελίχθηκε σε γενοκτονία, του βιολογικού ρατσισμού- είναι βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα μας, τότε δεν γνωρίζουμε ποιοι είμαστε.
Κι ακριβώς γι’ αυτό γινόμαστε ευάλωτοι σε λαοπλάνους που έρχονται και μας λένε ποιοι είμαστε και ποιους πρέπει να φοβόμαστε. Το να γιορτάζεις μια επέτειο είναι επίσης ένας τρόπος να δηλώσεις ποιος δεν θέλεις να γίνεις, αλλά ποιος θα μπορούσες τελικά να είσαι. Δεν νοείται επέτειος χωρίς αυτή την βασανιστική υποψία, χωρίς τον βάσιμο φόβο ότι είμαστε οι μελλοντικοί δράστες και οι συνεργοί τους.
Ο εορτασμός ξεκινά από την παραδοχή ότι το παρελθόν δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένο, την παραδοχή ότι η μήτρα που γέννησε το Τρίτο Ράιχ είναι ακόμη γόνιμη.
Η λογοκρισία και η αποπομπή δεν είναι οι απαντήσεις σε αυτήν τη γονιμότητα, είναι ένα επίτευγμα ότι ζούμε σε μία χώρα που το κράτος δεν μας λέει ποια σκέψη είναι ηθική και ποια όχι. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε κάθε όριο. Σταδιακά, μετά το 1945, κάποια ταμπού εδραιώθηκαν για συγκεκριμένους λόγους στην κουλτούρα μας· το σπάσιμο κάθε ταμπού δεν συνεπάγεται απελευθέρωση, κάποιες φορές το σπάσιμο ενός ταμπού είναι ένα ξανακύλισμα.
Αυτή η επέτειος παραμένει και μια προειδοποίηση.
Η ιστορία των επιζήσαντων, εκείνων που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, των Εβραίων, των Ρομά και των Σίντι, των πολιτικών αντιπάλων, μεταξύ των οποίων και πολλοί κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, είναι μια ιστορία εξαιρέσεων. Τα περισσότερα θύματα έφυγαν από το στρατόπεδο μέσω της καμινάδας. Η μητέρα μου ήταν μια εξαίρεση· οι γονείς της, οι παππούδες μου, όχι.
Επέτειος είναι να μιλάμε στο όνομα των νεκρών, και το να μιλάμε στο όνομα των νεκρών είναι δυνατόν μόνο αφήνοντας τους αυτόπτες μάρτυρες να μιλήσουν. Θέλω να αφήσω έναν αυτόπτη μάρτυρα να μιλήσει, έναν που ήταν πολύ κοντά στους νεκρούς, τον Φίλιπ Μύλερ, έναν Εβραίο της Σλοβακίας, μέλος του ειδικού αποσπάσματος του Άουσβιτς-Μπίρκεναου.
Τα ειδικά αποσπάσματα αποτελούνταν κυρίως από Εβραίους και ήταν υπεύθυνα για την εξαγωγή των πτωμάτων από τους θαλάμους αερίων, το κούρεμα των πτωμάτων, το τράβηγμα των χρυσών δοντιών από τα πτώματα, το κάψιμο των πτωμάτων. Τα περισσότερα μέλη των ειδικών αποσπασμάτων εκτελούνταν μετά από λίγους μήνες. Το τελευταίο ειδικό απόσπασμα του Άουσβιτς επαναστάτησε το Φθινόπωρο του 1944, με αποτέλεσμα όλα τα μέλη του να εκτελεστούν.
Στα απομνημονεύματά του, ο Μύλερ γράφει για κάποιες οικογένειες Εβραίων που είχαν κρυφτεί σε καταφύγια στο Σοσνόβιετς της Πολωνίας κάτω από άθλιες συνθήκες. Τα Ες Ες τους ανακάλυψαν από το κλάμα των παιδιών.
Τους έφεραν στο Άουσβιτς. Οι γυναίκες και τα παιδιά έπρεπε να γδυθούν, σύμφωνα με τη διαδικασία. Δεν τους έβαλαν όμως στο θάλαμο αερίων, αλλά τους εκτέλεσαν, πράγμα ασυνήθιστο. Ο Μύλερ δεν εξηγεί γιατί. Ίσως δεν είχαν αρκετούς ανθρώπους για να γεμίσουν το θάλαμο αερίων, για να μην σπαταλήσουν το Zyklon Β.
Μεταξύ όλων των άλλων, η δολοφονική μηχανή των Ναζί ήταν και μια οικονομική υπόσταση, μια γιγαντιαία λεηλασία όπου η θανάτωση και η εξαφάνιση των πτωμάτων έπρεπε να γίνει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Οι γυμνές γυναίκες στέκονται με τα παιδιά τους μπροστά από τον τοίχο της εκτέλεσης. Ο Μύλερ γράφει για μια γυναίκα με το παιδί στα χέρια της: «Στο μεταξύ ο Βος, ο δήμιος, πηγαινοερχόταν νευρικά κρατώντας το μικρού βεληνεκούς όπλο του, ψάχνοντας το κατάλληλο σημείο για να σημαδέψει το σώμα του παιδιού. Όταν η απελπισμένη μάνα το κατάλαβε,άρχισε να κουλουριάζεται για να κρατήσει το παιδί μακριά από το πεδίο βολής του φονικού όπλου. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να σκεπάσει κάθε σημείο στο σώμα του παιδιού με τα χέρια της.
Μέχρι που κάποιοι πυροβολισμοί έσπασαν τη σιωπή. Το παιδί είχε χτυπηθεί από πλάγια στο στήθος. Η μητέρα, που αισθάνθηκε το αίμα του παιδιού της πάνω στο σώμα της, έχασε την αυτοκυριαρχία της και έριξε το παιδί της προς το πρόσωπο του δολοφόνου, όταν αυτός είχε ήδη στρέψει την κάνη του προς τη μεριά της. Ο λοχίας των Βάφεν Ες Ες με το όνομα Βος ταράχτηκε, άφησε το όπλο του να πέσει και σκούπισε το πρόσωπό του με τα χέρια του.»
Λέει πολλά το γεγονός ότι ξέρουμε το όνομα του λοχία, αλλά όχι τα ονόματα της γυναίκας και του παιδιού που πιθανόν να μην τα μάθουμε ποτέ.
Αν η επέτειος συνιστά και επιθυμία για γνώση, τότε οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές, η γνώση αποτελείται από λεπτομέρειες, δεν μας επιτρέπεται τότε να λέμε ότι μερικές λεπτομέρειες δεν θέλουμε να τις ακούμε γιατί μας χαλάνε τον ύπνο.
Της γυναίκας που πέταξε το ημιθανές παιδί της στο πρόσωπο του λοχία Βος, προηγήθηκαν εκλογές, επίσημες διαταγές, περισσότερο και λιγότερο πρόθυμοι αρωγοί, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν βρέθηκαν ποτέ σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν σκότωσαν κάποιον. Κι εδώ είναι καλό να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν ήταν μόνο οι Γερμανοί που, όταν τελείωσε ο πόλεμος, είπαν ότι δεν ήξεραν, ότι απλώς ακολουθούσαν διαταγές.
Ο φιλόλογος κι ερευνητής Σ. Ντρέζντεν αναφέρει στην έρευνά του «Δίωξη, καταστροφή, λογοτεχνία» ένα περιστατικό που περιγράφει ο συγγραφέας Κ. Τζέτνικ, ψευδώνυμο του Γιεχίλ Ντε-Νουρ. Μια ομάδα από γυναικόπαιδα τσιγγάνων ρίχνονται ζωντανοί σε έναν λάκκο του Άουσβιτς, επειδή τα κρεματόρια ήταν γεμάτα. Ένας ολλανδός κρατούμενος παίρνει την εντολή να ρίξει κηροζίνη στους ανθρώπους που ήταν στον λάκκο. Αρνείται, με αποτέλεσμα να κάψουν και τον ίδιο ζωντανό. «Τα Όχι! Όχι! του στα ολλανδικά, αντηχούν ακόμη στα αυτιά του συγγραφέα», σημειώνει ο Ντρέζντεν.
Η μητέρα μου έφτασε στο Άουσβιτς το Φθινόπωρο του 1944, λίγο μετά την εξέγερση του ειδικού αποσπάσματος, για την οποία δεν άκουσε τίποτα. Η ίδια είπε ότι ήταν ευτυχής στο Άουσβιτς, επειδή εκεί είχε ελπίδα· την ελπίδα της την έχασε μετά τον πόλεμο, όταν συνειδητοποίησε την έκταση της καταστροφής.
Είχε γεννηθεί το 1927 στο Βερολίνο, το 1939 ταξίδεψε με τους γονείς της από το Αμβούργο στην Κούβα με το γνωστό πλοίο St. Louis, όμως η Κούβα έκλεισε τα σύνορά της, η Αμερική τα δικά της, ο Καναδάς έκλεισε τα σύνορά του κι έτσι κατέληξε με τους γονείς της στην Ολλανδία.
Ο πατέρας μου, επίσης γεννημένος στο Βερολίνο, το 1912, επέζησε στον πόλεμο κρυβόμενος. Συχνά έπρεπε να μεταμφιέζεται σε λιποτάκτη της Βέρμαχτ για να βρει καταφύγιο. Δεν έλεγε πολλά, αν κάποτε το έκανε ήταν από λάθος, εν τη ρύμη του λόγου, αλλά ένας από τους ανθρώπους που τον περιμάζεψαν, του είπε μετά τον πόλεμο: «Αν ξέραμε ότι είσαι Εβραίος, δεν θα σε είχαμε βάλει στο σπίτι μας.»
Κράτησε επαφή με μια οικογένεια στο Ρότερνταμ που του είχε προσφέρει καταφύγιο. Μια δυο φορές το χρόνο πήγαινε εκεί μαζί μου. Είχαν ένα κλουβί με άσπρα ποντίκια.
Κι ήταν κι ένας υπαίθριος πωλητής ψαριών έξω από το χρηματιστήριο, στο Ρόκιν του Άμστερνταμ. Παρόλο που μέναμε αλλού, στο Ριβίρενμπουρτ, ο πατέρας μου έπαιρνε το τραμ 25 και πήγαινε στον ψαροπώλη, ο ψαροπώλης ήταν μέλος της αντίστασης. Πήγα κι εγώ κάποιες φορές και παρόλο που πρέπει να γνωριζόντουσαν καλά από τον πόλεμο, δεν έλεγαν ποτέ κάτι ο ένας στον άλλο, μιλούσαν μόνο για τις ρέγγες.
Αυτός ήταν ο πόλεμος για μένα ως παιδί: ένα κλουβί με άσπρα ποντίκια, ένας ψαροπώλης δίπλα από το χρηματιστήριο, η ευτυχία στο Άουσβιτς. Δεν φανταζόμουν τότε ότι κάποιες δεκαετίες μετά, όταν έγραφα μια στήλη για μια ολλανδική εφημερίδα, θα γινόμουν παραλήπτης μιας σειράς ξεδιάντροπα αντισημιτικών e-mail. Νόμιζα ότι το ταμπού ήταν πολύ μεγάλο. Ήμουν αφελής.
Και είναι λογικό ότι όταν γίνονται αναφορές σε μια συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού με έναν τρόπο που θυμίζει την πιο σκοτεινή περίοδο του εικοστού αιώνα, όταν αυτό γίνεται κάτι σύνηθες, ότι αργά ή γρήγορα θα μιλήσουν πάλι έτσι και για τους Εβραίους.
Από την αρχή μου ήταν ξεκάθαρο: όταν μιλάνε έτσι για τους Μαροκινούς, αναφέρονται σε μένα.
«Δεν μπορώ να κατανοήσω, να αντέξω ότι άνθρωποι κρίνουν έναν άνθρωπο όχι για αυτό που είναι, αλλά για την πληθυσμιακή ομάδα στην οποία έτυχε να ανήκει», έγραφε ο Πρίμο Λέβι τη δεκαετία του εξήντα στον γερμανό του μεταφραστή.
Λέξεις που θα έπρεπε να επαναλαμβάνουμε κάθε εβδομάδα, ίσως και κάθε μέρα, έστω και για να μας θυμίζουν πόσο δηλητηριώδεις μπορεί να είναι οι λέξεις.
Ότι ένας Ολλανδός στο Άουσβιτς έπρεπε να ρίξει κηροζίνη πάνω σε ζωντανές γυναίκες και παιδιά ξεκίνησε με λέξεις, με ομιλίες πολιτικών.
Στα κοσμικά κράτη πιστεύω ότι είναι ακόμη πιο μεγάλη η ευθύνη των μελών του Κοινοβουλίου και των υπουργών στο να δίνουν το καλό παράδειγμα, να μην αφήνουν τις λέξεις να γίνονται δηλητήριο, να έχουν πάντα στο μυαλό τους ότι το κράτος είναι απαραίτητο αλλά παράλληλα ένα δυνητικό κακό το οποίο χωρίς πολλά πολλά μπορεί να συνθλίψει ανθρώπους, πληθυσμιακές ομάδες.
Η γυναίκα που πέταξε το παιδί της στο πρόσωπο του λοχία Βος, μας προειδοποιεί.
Ο Ολλανδός που φώναξε «Όχι! Όχι!», που αρνήθηκε να ρίξει κηροζίνη πάνω από ζωντανά γυναικόπαιδα για να παγιδευτεί μετά ο ίδιος μέσα στη φωτιά, μας προειδοποιεί.
Άρνον Γκρούνμπεργκ, 4/05/2020